- οπλισμός
- ο (ΑΜ ὁπλισμός) [οπλίζω]νεοελλ.1. εφοδιασμός με όπλα, εξόπλιση, εξοπλισμός2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών όπλων και τών πολεμοφοδίων, τα όπλα3. (μηχανολ.) το σύνολο τών μεταλλικών εξαρτημάτων και συνδέσμων τής μηχανής4. μουσ. όλα τα σύμβολα που είναι καταχωρισμένα στην αρχή τής παρτιτούρας ενός μουσικού έργου και οριοθετούν τις σωστές προϋποθέσεις ανάγνωσής του5. φρ. α) «οπλισμός μαγνήτη»φυσ. τεμάχιο μαλακού σιδήρου που φέρεται σε επαφή με τους πόλους μόνιμου μαγνήτη, ώστε να κλείνει το μαγνητικό κύκλωμά του για τη διατήρηση τής μαγνήτισής τουβ) «οπλισμός ηλεκτρομαγνήτη»φυσ. το κινούμενο μέρος τού μαγνητικού κυκλώματος ενός ηλεκτρομαγνήτηγ) «οπλισμός πυκνωτή»(ηλεκτρολ.) καθένας από τους δύο μεταλλικούς αγωγούς τού πυκνωτή οι οποίοι διαχωρίζονται από το διηλεκτρικόδ) «οπλισμός σκυροδέματος»τεχνολ. ο σιδερένιος σκελετός που συγκρατεί το σκυρόδεμα, παρέχοντάς του πρόσθετη αντοχή στις μηχανικές καταπονήσειςμσν.-αρχ.προπαρασκευή, ετοιμασία για πόλεμο, περιβολή πανοπλίαςαρχ.καθετί που οπλίστηκε, που ετοιμάστηκε ή που χρησιμεύει για όπλιση.
Dictionary of Greek. 2013.